Σχετικά άρθρα
THAT FACE |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Πέμπτη, 04 Φεβρουάριος 2010 02:12 |
THAT FACE
Η 22χρονη συγγραφέας έκανε ένα επιτυχές ντεμπούτο στο Royal Court στο Λονδίνο με το έργο αυτό, το οποίο αποσπά στιγμιότυπα και δράσεις από τον βίο μιας αστικής οικογένειας του 2000, που παρουσιάζει όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά ώστε να κατοχυρωθεί ως τυπικό δείγμα της εποχής μας, ιδανικό για σύγχρονο αστικό δράμα. Εδώ κλασικά ο πατέρας είναι απών, ψυχρός κι απόμακρος, επικριτικός και αφοσιωμένος στις επιχειρήσεις του, η μητέρα αλκοολική, νευρωτική και πνιγμένη στα χάπια, τα παιδιά ατίθασα, νευρικά, με ταραγμένη ψυχοπαθολογία και τάση για κάθε λογής ακρότητα. Πρότυπα ηρώων γεννημένων στη δεκαετία του εξήντα, που παρέλασαν από τις σελίδες του Σάλιτζερ, της Άτγουντ, της Μάσφληλντ, του Γουέλς και του Μπρήστον Έλλις και μετακόμισαν προς το τέλος του εικοστού αιώνα στο σελιλόυντ και στο θεατρικό σανίδι για να δώσουν ακόμα καθαρότερο το στίγμα μιας εποχής που εξωτερικεύει την παρακμή της τραβώντας στα άκρα την παραβατική συμπεριφορά με στόχο να ηρωοποιήσει την αυτοκαταστροφή και την ηθική και πνευματική παρακμή του επερχόμενου κόσμου. Τώρα βέβαια θα πρέπει να επισημάνουμε εδώ πως τουλάχιστον στη χώρα μας, η γενιά που χαρακτηρίζεται και ως «τα παιδιά του i-pod», κατά τη συγγραφέα και το δελτίο τύπου, δεν παρακολουθεί θέατρο, ούτε μελετά λογοτεχνία. Ίσως μια κινηματογραφική ταινία να τραβούσε το ενδιαφέρον της αλλά όλη η υπόλοιπη καλλιτεχνική παραγωγή που της απευθύνεται, αναγκαστικά καταναλώνεται από ενήλικες με ελάχιστες εξαιρέσεις. Και φυσικά η γραφή της νεαρής Εγγλέζας επ’ ουδενί θυμίζει Πίντερ, Άλμπι, Ουίλλιαμς και Τσέρτσιλλ και μάλιστα όλους μαζί σε ένα κράμα, κάτι που αν σκεφτεί κανείς για τι συγγραφείς μιλάμε, θα ήταν αδιανόητο αν δεν ήταν απλώς ανόητο. Το έργο μας δίνει γλαφυρούς τους κοινότυπους ως το βάθος τους χαρακτήρες, δημιουργεί έναν ακταρμά στον οποίο παίζουν μπάλα το οιδιπόδειο της μητέρας με το γιο, η σύγκρουσή της με την κόρη, οι εξαρτήσεις από ουσίες, ο αδιάφορος σύζυγος κι ένα τσούρμο από έφηβους που όπως όλοι οι έφηβοι κάνουν ό,τι μπορούν για να τραβήξουν την προσοχή, μετατρέποντας την εμπειρία της ενηλικίωσής τους σε σπαραξικάρδιο δράμα. Τώρα, γιατί εκστασιάστηκαν οι κριτικοί του Λονδίνου, θα σας γελάσω. Κάτι θα ξέρουν κι αυτοί περισσότερο αν και τελικά έδωσαν αλλού το βραβείο. Η αλήθεια είναι πως το έργο δεν έχει ούτε τη διεισδυτικότητα του Βόρτεξ, ούτε τον γοητευτικό παραλογισμό του «Τρομεροί γονείς», ούτε την ανατρεπτικότητα και το βάθος του «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ». Ευτυχώς που για την ώρα δεν σκέφτηκαν να παρομοιάσουν τη συγγραφέα και με την εκρηκτική Σάρα Κέιν κι έτσι γλύτωσε το «Καθαροί πια» από την ανίερη σύγκριση. Οι ήρωες περιστρέφονται γύρω από την ανία τους και διαχειρίζονται τις διαστροφές τους με μια σειρά εκρήξεων οργής, χωρίς να προβληματίζονται ιδιαίτερα ούτε για τις συνθήκες που τους περιβάλλουν, ούτε γι’ αυτές που οι ίδιοι δημιουργούν. Κλαίνε βέβαια και θρηνούν όσο τους παίρνει για να μη φανούν και ιδιαίτερα συναισθηματικοί και χαθεί η λάμψη της σκληρότητας που επιδεικνύουν αλλά εν τέλει οι τραυματικές τους εμπειρίες δεν είναι πιο επώδυνες απ’ αυτές ενός Όλιβερ Τουίστ ή ακόμα και μίας Χιονάτης. Η παράσταση δεν κατάφερε να αναδείξει ιδιαίτερα το έργο, το οποίο απαιτούσε καταιγιστικούς ρυθμούς κι αδιάπτωτη δράση και λειτούργησε μάλλον υπονομευτικά στην ανάδειξη των χαρακτήρων, καθώς η σκηνοθεσία παρέμεινε συντηρητική και μάλλον άτονη. Ωστόσο αντλήθηκαν ενδιαφέρουσες ερμηνείες από νεαρότερα μέλη του κάστινγκ. Μετάφραση: Υακίνθη Παπαδοπούλου
Παίζουν: Γιάννης Ζαβραδινός Μιχάλης Καλαμπόκης Βάσια Λακουμέντα, Φιλομήλα Χριστοφόρου.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΡΓΩ Ελευσινίων 15, στάση Μετρό Μεταξουργείο
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 13 Φεβρουάριος 2010 19:22 |