Σχετικά άρθρα
ΠΛΟΥΤΟΣ-ΠΕΝΙΑΣ ΘΡΙΑΜΒΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης |
Τρίτη, 07 Σεπτέμβριος 2010 07:39 |
Πλούτος-Πενίας Θρίαμβος του Αριστοφάνη Το θέατρο Τέχνης σε συνεργασία με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Βόλου στρέφεται επίσης φέτος το καλοκαίρι στον Αριστοφάνη και συγκεκριμένα στο δράμα του «Πλούτος» για να θίξει το φλέγον ζήτημα της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Προσθέτοντας το επίθεμα «Πενίας θρίαμβος» και παραλλάσσοντας το φινάλε με την Πενία να πειράζει την ζυγαριά προς όφελός της και τον Πλούτο να ξαναγίνεται τυφλός, ο σκηνοθέτης επιχειρεί έναν σχολιασμό της πρόσφατης δυσμενούς οικονομικής συνθήκης, όπου εκεί που υπήρχε ευμάρεια και ποιότητα ζωής τώρα αντικαταστάθηκε με την απειλή στέρησης ακόμα κι αυτών που μάθαμε να θεωρούμε απαραίτητα. Ο «Πλούτος», το τελευταίο από τα σωζόμενα έργα του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε στο αθηναϊκό κοινό το 388 π. Χ. ξεκινά από την άδικη διανομή του πλούτου και τις κοινωνικές ανισότητες για να σχολιάσει επί της ουσίας την έμφυτη ίσως τάση της πλειοψηφίας των ανθρώπων να επιθυμούν την εύκολη πρόσβασή τους στα υλικά αγαθά αποφεύγοντας ωστόσο να πληρώσουν το τίμημα που απαιτεί κόπο, μόχθο και κατανάλωση ενέργειας. Εδώ ακριβώς τοποθετεί τα επιχειρήματά της η Πενία, η οποία αντιπαραθέτει σ’ αυτήν την παράλογη απαίτηση, την ανάγκη για εργασία και μάλιστα ως απαραίτητη προϋπόθεση για την σωστή διευθέτηση των δομών μιας υγιούς κοινωνίας. Το λεπτό σημείο το οποίο συνήθως διαφεύγει στα ανεβάσματα του έργου, αφορά, όχι την αντιπαράθεση ανάμεσα στον εύκολο πλουτισμό και την επιδίωξη της ευμάρειας με μόχθο αλλά την ταξική αντιπαράθεση που οφείλεται φυσικά στην τυφλότητα του Πλούτου ο οποίος προσφέρεται ως αγαθό όχι στους σκληρά εργαζόμενους αλλά σ’ εκείνους που κατά παράδοση τον κατέχουν χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να κοπιάζουν ιδιαίτερα για να τον διατηρήσουν κι ακόμα χειρότερα σ’ όσους μπορούν να προσεταιριστούν τον μόχθο των άλλων. Οι προτροπές της Πενίας για εργασία δεν απευθύνονται στους πλούσιους, αλλά στους φτωχούς που θα θέλανε κι αυτοί να κατέχουν πλούτο όπως ακριβώς κι οι πλούσιοι, χωρίς κόπο και χωρίς καταναγκασμό. Μια κοινωνία λοιπόν κατά βάση προοδευτική που επιτρέπει τον εύκολο πλουτισμό όλων και την ταξική ισότητα καταλήγει εν τέλει να καταρρέει όχι επειδή οι φτωχοί έγιναν πλούσιοι αλλά επειδή σταμάτησαν να εργάζονται ώστε να θρέφουν τους πλούσιους και τους εαυτούς τους. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην χώρα μας και μάλιστα με τόσο τρομακτική ταχύτητα και σε τέτοια μεγάλη κλίμακα ώστε όταν η ήρθε η συνειδητοποίηση των απωλειών, οι περισσότεροι από τους πολίτες την αντιμετώπισαν σαν να ζούσαν ως τότε σε άλλη χώρα, να μην πούμε και σε άλλο πλανήτη. Αν όμως το ζήτημα του Πλούτου και της Πενίας αφορά την δίκαιη κατανομή των αγαθών σε αναλογία με την εργασιακή προσφορά κι όχι την αλόγιστη επιδίωξή του κάτω από οποιονδήποτε όρο, τότε τα επιχειρήματα της Πενίας αποκτούν θεμελιώδη σημασία αλλά η ύπαρξή της διασαλεύεται. Τέτοιος προβληματισμός δεν απασχόλησε τον σκηνοθέτη αυτής της παράστασης ο οποίος με μια παιγνιώδη διάθεση και μέσα από μια αφέλεια παιδική έδωσε στο ενθουσιώδες κοινό μια ιστορία σαν παραμύθι που άλλοτε φαίδρυνε κι άλλοτε προσέδιδε μια σκιά μελαγχολίας στην διάθεσή του. Ήδη η έναρξη καθόρισε τον προσανατολισμό της παράστασης με το τραγούδι «Ποιο έργο να διαλέξουμε;» σε στίχους Μαριαννίνας Κριεζή και μουσική Χρήστου Λεοντή, που πρωτοακούσαμε το 1994, στην σκηνοθεσία του Μίμη Κουγιουμτζή με την οποία θα υπάρξουν και άλλες συγγένειες στο ύφος και στην ατμόσφαιρα. Οι ηθοποιοί ντυμένοι με παρδαλά κοστούμια σαν κλόουν που ξέφυγαν από κάποιο τσίρκο παίζουν ανάμεσα σε ζωγραφισμένους, μαυρόασπρους κύβους που υποδηλώνουν τα καταναλωτικά αγαθά. Η Πενία ερμηνευμένη από την Κάτια Γέρου με μοναδική αυθεντικότητα, είναι παρούσα σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και εποπτεύει σαν ένας δικαστής που απαιτεί την δίκαιη διευθέτηση του ζητήματος με βάση τη λογική και τα επιχειρήματα ενώ ταυτόχρονα σαν εικαστική φιγούρα θυμίζει λίγο την Ουίνι από τις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ χωρίς όμως και να συγγενεύει στο ελάχιστο ως χαρακτήρας μαζί της, εκτός ίσως από το γεγονός της προσκόλλησης στον υλικό κόσμο και τις απολαβές του, που λειτουργεί σαν παγίδα. Ο Πλούτος ερμηνεύεται θαυμάσια από τον Δημήτρη Λιγνάδη μέσα από ανεπιτήδευτη αθωότητα και αφέλεια. Την απολαυστική σεξομανή γριά υποδύεται ένας άντρας ο Βασίλης Λέμπερος. Επίσης, μια γυναίκα, η Μάνια Παπαδημητρίου, υποδύεται έξοχα τον ρόλο ενός άντρα του Καρίωνα. Όλοι οι ηθοποιοί ερμηνεύουν με χιούμορ και υποκριτική επάρκεια ενώ συχνά ακολουθούν την αισθητική του καρτούν στην κίνηση, στο ρυθμό και στην πόζα, με ενδιαφέρον σκηνικό αποτέλεσμα. Η μετάφραση αναδεικνύει την ποιητικότητα του λόγου χωρίς να χάνει και την αμεσότητά της ενώ σε σημεία παρεμβάλλονται κοινής χρήσης φράσεις στα γαλλικά ή στα αγγλικά (για να ενισχυθεί ίσως η διαχρονικότητά του έργου;). Καλά ενταγμένες στη σκηνοθετική γραμμή, οι χορογραφίες, έντονοι και δυναμικοί οι φωτισμοί, τρυφερές και αισθαντικές οι μελωδίες της παράστασης από τον Χρήστο Λεοντή.
Μετάφραση : Βαρβέρης Γιάννης Σκηνοθεσία : Χρονόπουλος Διαγόρας Σκηνικά : Μέξης Πάρις Κοστούμια : Μέξης Πάρις Μουσική : Λεοντής Χρήστος / Μουσική διδασκαλία: Χρονοπούλου Μαρίνα Χορογραφία : Σπυράτου Σοφία Φωτισμοί : Παυλόπουλος Λευτέρης
Παίζουν: |