Σχετικά άρθρα
ΚΥΚΛΩΨ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τετάρτη, 07 Αύγουστος 2013 07:32 |
Κύκλωψ του Ευριπίδη Το μόνο σωζόμενο ολόκληρο σατυρικό δράμα της αρχαιότητας, γραμμένο μάλλον το 411 π.Χ., δεν παίζεται πολύ συχνά εξ αιτίας της μικρής του διάρκειας και της μάλλον άνισης πλοκής του. Ωστόσο φέτος το είδαμε στην Επίδαυρο σκηνοθετημένο από τον Βασίλη Παπαβασιλείου ή μάλλον για να είμαι ακριβής είδαμε μία αρκετά προχωρημένη διασκευή του η οποία κατάφερε να αυξήσει σχεδόν κατά μία ώρα και τη διάρκειά του. Ένα σατυρικό δράμα βέβαια, από τα λίγα που γνωρίζουμε, διακρίνεται για τα απλά, βατά θέματά του αντλημένα από το πιο γνωστό υλικό της μυθολογίας κι από το ανάλαφρο ύφος του αφού προορίζονταν είτε για να παίξει τον ρόλο του εύθυμου διαλείμματος λίγο πριν την τρίτη τραγωδία είτε για να ελαφρύνει την διάθεση των θεατών ως τελικό θέαμα μετά το πέρας των τραγωδιών. Επίσης αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο με την διονυσιακή τελετουργία μέσα από την οποία αντλήθηκε το αρχαίο δράμα και γι’ αυτό διέθετε χορό σατύρων. Όπου σάτυροι, οι ακόλουθοι του Διόνυσου, αυτά τα άπληστα για σαρκικό έρωτα, δαιμόνια που κυνηγούσαν νύμφες και κοινές θνητές με ορθωμένα πέη κι ακόρεστο πάθος αλλά ταυτόχρονα υπήρξαν δειλοί και σπάνια τους πετύχαινες ξεμέθυστους. Παγανιστικό λοιπόν το θέαμα και λυτρωτικό, έδινε την ευκαιρία μιας κωμικής ανάσας εκεί όπου τα ανθρώπινα πάθη αναμετριόντουσαν επώδυνα με την ύβρη και την παραβίαση του ιερού μέτρου, ξορκίζοντας τα τραγικά μεγέθη μέσα από σαρκαστικές ακρότητες και προκλητικές ανατροπές. Το θέμα εδώ είναι ο πασίγνωστος μύθος του Οδυσσέα που επιστρέφοντας στην Ιθάκη, καταλήγει στο νησί του Κύκλωπα Πολύφημου και υπό την απειλή της εξόντωσής του αυτού και των συντρόφων του καταφέρνει όχι μόνο να τυφλώσει τον ανθρωποφάγο γίγαντα αλλά και να τον μετατρέψει σε θύμα του «Κανενός» κι άρα του ίδιου του εαυτού του. Ο Οδυσσέας ολοκληρώνει έτσι μια σειρά δράσεων που υπονομεύουν τους κανόνες με στόχο την επικράτησή αλλά και την επιβίωσή του, επιβεβαιώνοντας το πρότυπο του σκεπτόμενου ήρωα και ταυτόχρονα του διεφθαρμένου, ύπουλου αντιπάλου. Η διασκευή «θέλει» μία ομάδα αλλοπρόσαλλων, πλανόδιων πωλητών που συχνάζουν στο Μοναστηράκι, κυνηγημένοι από την κρίση, να αναλαμβάνει να παίξει το δράμα λίγο πριν πωληθεί το βιβλίο –κληρονομιά- το οποίο απέκτησε ο αρχηγός της, από τον παλαιοβιβλιοπώλη πατέρα του. Δεν είναι σαφές ποιοι είναι αυτοί οι μπαγαπόντηδες που αν κι έχουν ξεπουλήσει τα πάντα δεν τα καταφέρνουν να ευδοκιμήσουν αλλά σίγουρα έχουμε μια κλασική περίπτωση θεάτρου μέσα στο θέατρο κατά την συνταγή της Σαιξπηρικής κωμωδίας και των γοτθικών ιστοριών που ενσωματώνουν την διήγηση μέσα στη διήγηση. Η προσθήκη πάντως ήταν ασαφής και δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα κουκούλι μέσα στο οποίο να ανθίσει το δράμα αλλά αντιθέτως εξαφάνισε τις αρετές του κυρίως έργου καθώς αναλώθηκε σε ευρήματα σχηματικά κι όχι ουσιαστικά ενώ δεν τα κατάφερε να εναρμονίσει εσωτερικά το δράμα με την έξωθεν δράση αφού δεν τήρησε τις ουσιώδεις αναλογίες. Στην παράσταση τώρα που προέκυψε απ’ αυτήν την διασκευή, βλέπουμε τον Οδυσσέα να εμφανίζεται όχι ως ο πανούργος αλλά και επινοητικός και πολυμήχανος βασιλέας της Κεφαλονιάς και Ιθάκης που άλωσε την Τροία με απάτη και ευφυΐα αλλά ως ένας χολιγουντιανός πειρατής όσον αφορά το ένδυμα και ένας τολμηρός χορευτής του gay pride όσον αφορά την κινησιολογία. Ο Κύκλωψ πάλι εμφανίζεται όχι σαν πρότυπο ωμής εξουσίας, σαν ένας ρωμαλέος, τρομακτικός, βίαιος, αδίστακτος κι άπληστος αλλά και μετρίας ευφυΐας γίγας μ’ ακόρεστη όρεξη η οποία θα αποτελέσει και την ύβρη του αλλά σαν ένας χαριτωμένος, εύθυμος καρναβαλιστής, κοντός κι εύσωμος, ντυμένος αλλοπρόσαλλα και με κάτι σαν φακό στη μούρη αντί για μάτι, που δεν μπορεί επ’ ουδενί να υπάρξει ως αντίπαλο δέος του αδίστακτου ήρωα. Επίσης αν και είναι ο μόνος ο οποίος εμφανίζει ομοφυλόφιλες τάσεις, αφού μες το μεθύσι του φαντάζεται πως είναι ο Δίας κι επιλέγει απ’ όλα τα ερωτικά εδέσματα του κορυφαίου θεού, τον Γανυμήδη, είναι κι ο μόνος από όλο το θίασο που δεν αξιοποιεί αυτό το στοιχείο. Ο γέρο Σειληνός πάλι δεν είναι ούτε γέρος ούτε Σειληνός αν και συνταιριάζει επιτυχώς τα κουνήματά του μ’ αυτά του διονυσιακού θιάσου του. Στην ουσία μέσα από την σκηνοθετική αυτή γραμμή με την συμβολή της διασκευής, μετατρέπεται το σατυρικό δράμα –κι όλα του τα σημαινόμενα- σε μεσαιωνική φάρσα. Κατά συνέπεια οι εξαιρετικοί Ευριπίδειοι μονόλογοι, ανάμεσά τους κι ένα ιδιαίτερα τολμηρό, μικρό κήρυγμα αθεΐας, εξαφανίστηκαν νοηματικά χωρίς να μπορέσουν έστω να αξιοποιηθούν κωμικά. Επίσης δεν αναδεικνύεται το σχόλιο του συγγραφέα σε σχέση με το «κατά φύσιν ζην» και την περιφρόνηση στους νόμους, ένα στοιχείο του έργου που θα μπορούσε να αποτελεί τον κρίκο ανάμεσα στην εποχή του και στους σκοτεινούς καιρούς μας όπου κάθε έννοια δικαίου έχει ανατραπεί ή κατασταλεί εντός κι εκτός κράτους. Μέσα σ’ όλο το μπάχαλο ο χορός ντυμένος παρδαλά σαν μπαλέτο της δεκαετίας του -70 (αναρωτιέμαι γιατί αυτή η επιλογή αφού κινούμαστε χρονικά στην Αθήνα της κρίσης) επιχείρησε να ενισχύσει με τσαχπινιές το χιούμορ της παράδοξης αυτής σκηνοθετικής κατεύθυνσης, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η έντονα εξωτερική εκφορά του λόγου των ηθοποιών που θύμιζε τηλεοπτική κωμωδία δεν είχε καμία χρησιμότητα σ’ ένα θέατρο που ευνοεί την αμεσότητα λόγω της εξαιρετικής ακουστικής του. Ενδιαφέρον εικαστικά αλλά ανέντακτο όσον αφορά την συγκεκριμένη παράσταση, το ελικοειδές σκηνικό που ακολουθεί νοητά τις γραμμές του Επιδαύρειου κτίσματος, δημιουργώντας χώρο μέσα στο χώρο ο οποίος όμως απομονώνει την εσωτερική δράση εντελώς εξαφανίζοντας την γέφυρα επικοινωνίας κι άρα υπονομεύοντας την αναμέτρηση ανάμεσα στον Κύκλωπα και στον Οδυσσέα. Η παράσταση έχει μεγάλη διάρκεια, οι ερμηνείες δεν απογειώνονται, το χιούμορ παραμένει γραφικό κι επ’ ουδενί διονυσιακό, οι δυναμικές του πρωταρχικού δράματος δεν αξιοποιούνται και τα ευρήματα παραμένουν ασύνδετα και μεταξύ τους και με το κυρίως έργο, οι τολμηρές αιχμές είναι επιφανειακές χωρίς να αγγίζουν την ουσία του αρχαίου πνεύματος. Ωστόσο δεν μπορείς παρά να αξιολογήσεις θετικά το διάχυτο χιούμορ, την κινησιολογική κι ερμηνευτική επιδεξιότητα του Χορού και κάποιες στιγμές σκηνοθετικής έμπνευσης που ανέδειξαν τα προσόντα των πρωταγωνιστών. Η μουσική επίσης είναι θαυμάσια ενταγμένη στη σκηνοθετική γραμμή κι αξιοποιεί τις όποιες δυναμικές της. Μια παράσταση πολλά υποσχόμενη που δεν τηρεί εν τέλει όλες τις υποσχέσεις της. Σκηνοθεσία-μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου Διασκευή: Βασίλης Παπαβασιλείου-Σωτήρης Χαβιάρας Σκηνικά-Κοστούμια: Μαρί Νοέλ Σεμέ Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ Κίνηση: Δημήτρης Σωτηρίου Βοηθός σκηνοθέτη: Νικολέτα Φιλόσογλου Δραματολόγοι παράστασης: Βιβή Σπαθούλα, Σωτήρης Χαβιάρας Διανομή: Οδυσσέας: Νίκος Καραθάνος Κύκλωπας: Δημήτρης Πιατάς Σιληνός: Νίκος Χατζόπουλος Χορός: Γιώργος Γιαννακάκος, Θανάσης Δήμου, Ηλίας Ζερβός, Βασίλης Καραμπούλας, Κώστας Κοράκης, Γιάννης Κότσιφας, Λαέρτης Μαλκότσης, Άγγελος Μπούρας, Μιχάλης Οικονόμου, Χρήστος Σαπουντζής, Μιχάλης Σαράντης, Γιώργος Συμεωνίδης, Χάρης Τζωρτζάκης, Άγγελος Τριανταφύλλου, Σωτήρης Τσακομίδης, Γιωργής Τσουρής, Νικόλας Χανακούλας Παραστάσεις: 2, 3 Αυγούστου: Επίδαυρος 8 Αυγούστου: Ιωάννινα 18 Αυγούστου: Καβάλα 21 Αυγούστου: Δίον 26 Αυγούστου: Βύρωνας 28 Αυγούστου: Πετρούπολη 30 Αυγούστου: Ελευσίνα 4 Σεπτεμβρίου: Νέα Σμύρνη 6 Σεπτεμβρίου: Χαλάνδρι 9 Σεπτεμβρίου: Θεσσαλονίκη 13 Σεπτεμβρίου: Πάτρα 16 Σεπτεμβρίου: Ηλιούπολη 19 Σεπτεμβρίου: Γαλάτσι, Άλσος Βεΐκου 22 Σεπτεμβρίου: Παπάγου |