The terminator (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΣΩΝΙΤΗΣ) Εκτύπωση
Τετάρτη, 16 Δεκέμβριος 2009 00:02

The Terminator

Αλέξανδρος Ασωνίτης

Οι άλλοι λένε για μένα διάφορα. Οι άλλοι. Τι δουλειά έχουν οι άλλοι με μένα. Ποιοι είναι; Αυτοί δεν έχουνε μύγες. Δεν έχουνε κι αυτή που στέλνει τις μύγες.  Ήμουνα μια χαρά μέχρι που έφυγε αυτή. Ήμασταν παντρεμένοι. Έφυγε. Και για να με εκδικηθεί μου στέλνει τις μύγες. Μπορεί να μην είναι μύγες. Νάναι μια μύγα. Η ίδια. Όλες τους είναι ίδιες. Πώς να τις ξεχωρίσω; Κάθε μέρα μου στέλνει κι από μία μύγα, αλογόμυγα, που πάει και κάθεται στο ταβάνι. Κάθε μέρα. Τις έχει εκπαιδεύσει. Κάθονται στο ίδιο σημείο και μετά πετάνε και μου σπάνε τα νεύρα. Με ‘χουνε διαλύσει. Έχω πάρει άδεια απ’ τη δουλειά μου. Είμαι μηχανικός προβολής στο «Αθηνά». Έχω άδεια. Τις μισώ τις μύγες. Η μύγα. Οι μύγες, Είναι τρεις, τέσσερις τώρα. Όλες οι μύγες είναι μία μύγα. Έρχονται και φεύγουν ανενόχλητες. Αλογόμυγες. Σκουληκόμυγες. Βουίζουν το πρωί και με ξυπνάνε. Βουίζουν το βράδυ και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Βουίζουν και δεν μπορώ ν’ ακούσω μουσική. Δεν μπορώ να διαβάσω. Είναι οι μύγες της γυναίκας μου. Με μισεί. Θέλει να με εξοντώσει. Αλλά εγώ θα εξοντώσω τη μύγα.

Χτες ανέβηκα σε μια σκάλα με μια εφημερίδα στο χέρι. Ξέφυγε πάλι. Είναι παμπόνηρη. Με βλέπει. Με παρακολουθεί. Ένα ον με παρακολουθεί συνέχεια. Ανεβαίνω τη σκάλα, κατεβαίνω απ’ τη σκάλα. Τη σκάλα την αγόρασα από τον χρωματοπώλη της γειτονιάς. Στην Κυψέλη είναι δύσκολο να βρεις χρωματοπώλη. Από κει αγόρασα Ντιντιτί και μια μυγοσκοτώστρα. Τη μεταποίησα. Πρόσθεσα ένα χερούλι από ξύλο, όχι πολύ μακρύ για να μην ταλαντεύεται και χάνει δύναμη από την ταλάντωση, κι ανεβαίνω στη σκάλα και περιμένω τη μύγα να κάνει κάποια κίνηση. Τα μισώ τα φτερά της μύγας. Γιατί μ’ αυτά πετάει και δεν μπορώ να την πιάσω. Κάπου διάβασα ότι οι αρχαίοι ζωγράφισαν πάνω στα φτερά της μύγας. Αντί να τις σκοτώσουν, ζωγράφιζαν πάνω στα φτερά τους. Μικρομυγική.

Μόλις πάω στη σκάλα, η μύγα φεύγει. Είναι εκπαιδευμένη. Δεν εξηγείται αλλιώς. Μπορεί νάναι αλλοδαπές μύγες, γιατί αυτή ταξιδεύει στο εξωτερικό για την δουλειά της. Είναι αισθητικός. Κάνει ταξίδια. Εγώ κυνηγάω μύγες. Ο καθένας με την δουλειά του. Πήγα χθες στην εκκλησία του Αγίου Γρηγόρη. Είμαι χριστιανός. Αγαπάω το Θεό, αγαπάω το Χριστό, αγαπάω την Παναγία. Όλους τους αγαπάω και τους Άγιους αγαπάω. Ρώτησα το Θεό γιατί έπλασε τη μύγα. Τι δουλειά έχει μια βρωμόμυγα με τους ανθρώπους. Δεν μου απάντησε, αλλά θα μου απαντήσει. Βλέπω όνειρο ότι μου απαντάει. Αλλά όταν ξυπνάω δεν την θυμάμαι την απάντηση.  Φταίει η μύγα που βουίζει και με ξυπνάει πριν από την ώρα μου.

Μετακινώ απαλά τη σκάλα κι ανεβαίνω. Αυτά τα διαβολικά κατασκευάσματα... Ο Σατανάς κι οι άλλοι διάβολοι έχουν φτιάξει τη μύγα για να ενοχλούν τα δημιουργήματα του Κυρίου. Αυτή είναι η απάντηση που βλέπω στο όνειρο. Ο Σατανάς είναι Αντίχριστος. Τους μισώ τους Αντίχριστους. Δεν είναι καλοί άνθρωποι. Η μύγα πάει και στέκεται στη γωνία που σχηματίζουν οι τοίχοι, ψηλά. Πώς να την πιάσω εκεί πάνω; Είμαι άτυχος. Το δωμάτιό μου είναι ψηλοτάβανο κι  είναι δύσκολο. Έφυγε μ’ έναν Ιταλό.  Μένει στο Μετς τώρα μαζί του.  Τη βλέπω, ξέρω τι κάνει. Είναι ακόλαστη. Όταν χαλαρώνω κουρασμένος η μύγα έρχεται καταπάνω μου και τινάζομαι. Τότε καταλαβαίνω τι γίνεται. Αυτός κι αυτή ξέρετε...Τη γδύνει, τη βλέπω, της βγάζει το σουτιέν, το βλέπω, τη φιλάει στη ρώγα, το βλέπω, της κατεβάζει το...Έρχονται οι μύγες κατά πάνω μου. Τις στέλνει αυτή για να μη βλέπω τι κάνει. Μύγες, άχρηστα πλάσματα.

Χρήσιμα για τους εχθρούς μου. Όταν την γυρνάει και πάει από πίσω της, από πλάγια, η μύγα φεύγει, και τη βλέπω πάλι. Η μύγα κι αυτή παίζουνε μαζί μου. Βλέπω τι κάνουνε. Αδιάντροπη. Μέχρι και στο μάγουλο τον φιλάει. Έκφυλη. Με πονάει το κεφάλι. Με τρελαίνουν οι μύγες. Κάθομαι στη σκάλα κι αρχίζω να κουνάω τη μυγοσκοτώστρα. Έχω σχέδιο. Η μύγα θα τρομάξει, θα πετάξει τρομαγμένη, θάρθει να πέσει πάνω στην σκοτώστρα, θα την λιώσω.  Θέλω να λιώσω μια μύγα. Άμα σκοτώνεις μύγες βγάζουνε αίμα. Έχουνε αίμα. Έχουμε αίμα εμείς, έχουνε κι οι μύγες. Πρέπει να σκοτώσουμε το Σατανά, να φύγουν οι μύγες. Αγαπάω την ορθοδοξία, είναι η αληθής θρησκεία του Χριστού. Σε ηρεμεί όταν πας μέσα σε μία εκκλησία. Εγώ δεν ηρεμώ. Εγώ σκέφτομαι τις μύγες. Δεν έχουνε πέσει ποτέ πάνω στη σκοτώστρα μου. Είμαι άτυχος κι αυτές τυχερές. Είναι τυχερές γιατί είναι κατάσκοποι. Αν δεν ήταν τυχεροί οι κατάσκοποι, δεν θα υπήρχαν κατάσκοποι. Θα τους σκότωναν οι άλλοι κατάσκοποι, κι όσους μένανε θα τους έπιανε η αστυνομία. Θα ΄ταν κι άνεργοι. Πήγα και στην αστυνομία. Όχι μόνος μου. Εκείνοι με φώναξαν. Ένας αξιωματικός μου είπε ότι οι ένοικοι φοβούνται, επειδή φωνάζω μόνος μου και δεν βγαίνω έξω και φωνάζω το όνομα της γυναίκας μου. Δεν του είπα τίποτα για τις μύγες. Δεν θέλω να μπλέξω κι άλλους με τις μύγες.

Οι μύγες είναι πράκτορες. Όλη μέρα με βλέπουν και με παρακολουθούν. Μετά η μία φεύγει, πάει στη γυναίκα μου και της λέει τα καθέκαστα. Παίρνει οδηγίες και ξανάρχεται. Η άλλη μύγα πάει και κρέμεται ψηλά στον πολυέλαιο και δεν μπορώ να την πιάσω, ούτε αυτή. Με παρακολουθούν. Είναι ηλεκτρονικά μάτια. Είναι πράκτορες. Τις μισώ. Τις μισώ γιατί μας κοιτάνε όλους αφ’ υψηλού. Ποιες; Οι μύγες! Και τα πουλιά τα μισώ. Κι αυτά μας κοιτάνε αφ’ υψηλού. Όλα, περιστέρια, τρυγόνια, μπεκάτσες, καρδερίνες, τόσα πολλά πουλιά, πέρδικες, χελιδόνια, κοράκια, κοτσύφια, μας κοιτάνε όλα αφ’ υψηλού. Είναι εχθροί μας. Μέχρι και στη θάλασσα μας παρακολουθούν. Οι γλάροι. Θα τα συντρίψουμε. Το ανθρώπινο είδος θα θριαμβεύσει. Ακούω πουλιά να κελαηδάνε κι ανατριχιάζω. Σπουργίτια. Κοκκινολαίμηδες. Είναι παντού. Θα μας σκοτώσουν. Αυτό το σκέφτηκα όταν έπαιζα την ταινία «Τα πουλιά». Αυτός που τόγραψε είναι ο μόνος άνθρωπος που κατάλαβε τον κίνδυνο. Τα συγχαρητήριά μου. Είναι Αμερικανός, είναι χριστιανός. Οι χριστιανοί είναι οι καλύτεροι άνθρωποι. Ειδικά οι ψάλτες. Ψέλνουν, τρομάζουν τις μύγες και μέσα στις εκκλησίες δεν υπάρχουν μύγες. Το ΄κανα και γω και δεν έγινε τίποτε. Πρέπει να πιάσω τις ίδιες συχνότητες, για να τις αναγκάσω να φύγουν. Ρώτησα απέξω-απέξω έναν ψάλτη. Δεν μου απάντησε. Μου ΄πε να πάω να εξομολογηθώ. Δεν θα μου πουν οι άλλοι τι θα κάνω. Ξέρω τι θα κάνω. Θα σκοτώσω πρώτα τις μύγες. Μετά θα πάω, κι ο Κύριος θα με συγχωρέσει. Ύστερα θα ανάψω μια λαμπάδα μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς που κρατάει τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας στην αγκαλιά της.

Τώρα αυτή έχει γυρίσει κι ο άλλος είναι έτοιμος. Όλη την ημέρα αυτή τη δουλειά κάνουνε. Έχουνε κολλήσει σαν τα σκυλιά. Κτήνη. Αυτή το κάνει για να με εξοντώσει. Όταν οι μύγες πετάνε πάνω από το κεφάλι μου, ξέρω ότι έχει φτάσει σε οργασμό. Όταν πέφτω από τη σκάλα ξέρω ότι εκείνη γελάει και μετά σκύβει, του ανοίγει το πανταλόνι και...Άμα σκοτώσω τις μύγες θα λυτρωθώ. Δεν θα την βλέπω. Έκλεισα τα παράθυρα. Κάτω από τις πόρτες έβαλα πανιά. Βγήκα από το δωμάτιο αστραπιαία. Δεν τις πιάνω αλλά θα τις εξοντώσω. Θα πεθάνουν από ασφυξία και πείνα. Διοχέτευσα Ντιντιτι μέσα από την κλειδαρότρυπα και τη βούλωσα μετά. Το δωμάτιο τόβαλα σε καραντίνα τρεις μέρες. Αυτές τις τρεις μέρες ξαναπήγα στη δουλειά. Όλοι είπανε πως χαίρονται που με ξαναβλέπουν.

Κανείς δεν χάρηκε. Χαίρεται κάποιος που σε βλέπει και μετά σου λέει να πας να σε δει γιατρός και να την ξεχάσεις;

 

Αυτή με θυμάται, όχι εγώ. Με θυμάται και για να με ξεχάσει, έχει συνέχεια επαφές. Για να μ’ εκδικηθεί. Μου έχει στείλει τις μύγες. Τρεις μέρες κοιμόμουνα στον καναπέ. Την Τρίτη μέρα είχε πιαστεί η μέση μου. Ξανακοιμήθηκα. Την τέταρτη ήξερα πως οι μύγες δεν είχαν ψοφήσει. Αν είχαν ψοφήσει, δεν θα πόναγε η μέση μου. Άνοιξα την πόρτα και γλίστρησα μέσα. Το δωμάτιο βρώμαγε απ’ το Ντιντιτι. Με ‘πιασε η ανάσα μου. Οι μύγες φταίνε για όλα. Ήταν εκεί. Μόλις με είδαν, χάρηκαν. Άρχισαν να πετάνε. Τα φτερά τους κροτάλιζαν, έτσι γελάνε οι μύγες. Άτιμα πλάσματα. Τώρα γονατίζει εκείνος και της ανεβάζει τη φούστα. Της κατεβάζει το...Μετά... Σιχαμένοι. Μουσουλμάνοι. Συνεχίζουν. Ανοίγω το παράθυρο να φύγει η βρώμα. Φεύγουν οι μύγες. Πετάνε πάνω απ’ το κεφάλι μου. Είναι βομβαρδιστικά, στούκας. Τα αποφεύγω. Κλείνω τα παράθυρα. Τρέχω, κλείνω όλα τα’ άλλα τα παράθυρα. Βάζω πανιά κάτω απ’ τις πόρτες, κλείνω τις χαραμάδες, βουλώνω τις κλειδαρότρυπες. Μπαίνουν πάλι μέσα. Είχα ξεχάσει ανοιχτό το παραθυράκι του λουτρού. Και να μην το είχα ξεχάσει θάμπαιναν από το σωλήνα του απορροφητήρα. Είναι σατανικές. Είναι δύο τώρα οι μύγες. Είναι αυτός κι αυτή. Στέκονται στην ένωση των τοίχων και συνουσιάζονται κι οι μύγες. Στέκομαι από κάτω και τους πετάω ένα παπούτσι. Το παπούτσι πλησιάζει με δύναμη. Είμαι άτυχος. Είναι μποτάκι. Το μποτάκι έχει κορδόνια. Τα κορδόνια αγγίζουν το ταβάνι πιο γρήγορα από το κύριο σώμα του παπουτσιού. Ακουμπάνε τις μύγες. Οι μύγες αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο. Πετάνε. Φεύγουνε. Γλυτώνουνε.

Τις ξαναβλέπω. Στέκομαι πάλι από κάτω. Τους πετάω ένα παπούτσι παντοφλέ. Δεν έχει κορδόνια. Είμαι τυχερός. Το παντοφλέ πλησιάζει. Οι μύγες είναι αμέριμνες. Είμαι άτυχος. Το παντοφλέ δημιουργεί ρεύμα αέρα που τις προειδοποιεί, γιατί ανεβαίνει πιο αργά από το μποτάκι. Ξεκολλάνε. Τους πετάω ένα τασάκι. Αστοχώ. Σπάει. Πάνε και κάθονται στις δύο αντίθετες άκρες. Μ’ έχουν βάλει στη μέση. Ο Θεός τυραννάει αυτούς που αγαπάει. Στους Αιγύπτιους έστειλε τις ακρίδες, σ’ εμένα έστειλε τις μύγες. Αλλά εγώ είμαι χριστιανός. Κι οι χριστιανοί είναι αμαρτωλοί. Γι’ αυτό ο Κύριος έπλασε τα πουλιά. Επειδή οι άνθρωποι είμαστε αμαρτωλοί. Οι άγιοι υπομένουν τις μύγες κι είναι άγιοι. Εγώ, δεν τις αντέχω, είμαι αμαρτωλός. Το βράδυ θα προσευχηθώ στην Παναγία την Παντάνασσα.

Ο βρωμο-Ιταλός της έχει σηκώσει τα πόδια. Ετοιμάζεται. Την βλέπω. Γλείφει τα χείλη της. Πάντα αυτό έκανε. Τον σφίγγει. Λέει και τα’ όνομά του. Μ’ άφησε. Έφυγε. Είναι με άλλον. Κι εγώ είμαι με άλλη. Είμαι με την ίδια. Είμαι μ’ αυτήν. Αυτή δεν το ξέρει.  Εγώ το ξέρω. Μου το ‘πε ο Ιησούς Χριστός. Μου είπε: «Σταύρο, είσαστε με την Άννα». Έτσι μου είπε ο Κύριος  χτες το βράδυ. Ο Κύριος είναι φιλαλήθης. Οι μύγες βουίζουν συνέχεια. Είναι πολύ ενοχλητικές. Θαχουν την τύχη που είχαν και τα παπαγαλάκια. Έφυγε ξαφνικά. Εγώ έλλειπα στη δουλειά. Πήρε όλα της τα πράγματα κι έφυγε. Εγώ έμεινα γιατί το σπίτι είναι δικό μου. Που να πήγαινα; Δεν πάω αλλού. Μου άφησε τα παπαγαλάκια της.

Είχε δύο παπαγαλάκια. Ένα κιτρινοπράσινο κι  ένα καφέ με μπλε. Τα τάιζε. Εκείνα τσιρίζανε. Δεν τα τάιζε. Τσιρίζανε. Βγάζουνε απαίσιες κραυγές. Τι χρειάζονται τα παπαγαλάκια. Είναι από άλλο τόπο. Τι ζητάν οι Σκοπιανοί στη Μακεδονία; Δεν τα χρειαζόμαστε στην Ελλάδα. Να τα στείλουμε πίσω στη Βραζιλία και στο Κογκό. Απ’ όπου είναι. Δε με νοιάζει. Αρκεί να φύγουνε. Άνοιξα την πόρτα για να φύγουνε. Εκείνα με κοιτάζαν. Είναι ηλίθια. Με κοιτάζανε. Τους χτύπησα από πάνω το κλουβί, φοβηθήκανε και πήγανε πιο μέσα. Κλειστήκανε στη φωλιά τους. Αυτή είχε φύγει. Μου είχε αφήσει ένα σημείωμα: ‘Αγαπάω άλλον». Αγάπα όποιον θες, μόνο πάρε τα παπαγαλάκια σου.  Φύγετε κωλόπουλα. Δεν φεύγουνε. Μόνο αυτή ήξερε να φύγει και να... Έβαλα το χέρι μου μες το κλουβί. Πετάξανε δεξιά, αριστερά. Έπιασα το πρώτο. Το ΄βαλα στη χούφτα μου. Έχουν εξογκωτά μάτια. Το ΄σφιξα. Έβγαλε μια κραυγή. Το ΄λιωσα. Κόλλησε στη χούφτα μου. Το τίναξα. Έπεσε. Μείναν τα φτερά του. Είχε κι αυτό αίμα. Μικροί, μεγάλοι έχουν αίμα. Δεν είναι πρέπον. Κωλοπαπαγάλοι εξωτικοί. Πηγαίντε στην πατρίδα σας. Το καφέ-μπλε ήταν μέσα στη φωλιά του.  Την έκλεισα με την παλάμη μου. Μετά έβαλα το ένα δάκτυλο μέσα. Μετά το δεύτερο. Το τρίτο. Τόπιασα. Τόβγαλα έξω. Αυτό τσίριζε περισσότερο. Αυτό μούχε σπάσει τα νεύρα τόσο καιρό. Το’φτυσα. Έκλεισε τα μάτια του. Το ‘σφιξα. Τσίριξε. Μ’ εκνευρίζουνε τα τσιρίγματα. Εγώ δεν τσιρίζω ποτέ. Αυτή τσίριζε κι έλεγε...τρίψε μου την κλ... Εγώ δεν τσίριξα ποτέ μου. Εγώ δεν είμαι παπαγάλος. Ούτε είμαι αυτή. Τσίριξε. Τόλιωσα. Έβγαλε κι ένα υγρό αυτό. Θάταν από άλλη χώρα απ’ το προηγούμενο.

Τις μύγες θα τις εκδικηθώ. Η ορθοδοξία είναι η ζωή μας. Ο Χριστός είναι ο Κύριός μας. Όποιος αγαπάει το Χριστό θα πάει στον Παράδεισο. Τι ωφελεί να σώσεις τον κόσμο αν δεν σώσεις την ψυχή σου; Τις μύγες θα τις καλιγώσω. Θα τις πιάσω και θα τους βάλω πέταλα, να τριγυρνάνε στο ταβάνι σαν άλογα και να ξυπνάνε τους από πάνω. Θ’ ανέβω στη σκάλα, θα τις χουφτώσω και θα τους ματσακωνίσω το κεφάλι. Θα τις ξεπουπουλιάσω. Θα πάω στην άλλη άκρη και θα τους πετάξω ένα παπούτσι ελβιέλα. Θα του έχω βγάλει τα κορδόνια. Έχω κάτι παλιές ελβιέλες. Μετά θα ξαναπάω στη δουλειά. Την άλλη Δευτέρα θα ξαναπάω. Παίζουμε την ταινία «Υδάτινος κόσμος».  Ωραία ταινία. Με δίδαγμα. Τις μύγες θα τις πνίξω με την μάνικα. Αυτό θα κάνω. Μετά θα τις πιάσω, θ’ ανέβω στη σκάλα και θα τις καρφώσω στον τοίχο με πινέζες. Να τις βλέπω το βράδυ και να χαίρομαι. Θα τις πινεζώσω. Κι όταν τις πινεζώσω αυτή κι αυτός θα χωρίσουνε. Θα ξανάρθει κι εγώ θα την διώξω. Πρώτα θα σκοτώσω τις μύγες. Αν δεν σκοτώσω τις μύγες, δεν βλέπω μέλλον. Τη βλέπω. Του γυρνάει τώρα. Από δεκαοκτώμιση χρονών, αυτό κάνει. Γυρνάει την πλάτη και περιμένει. Γυρνάει την πλάτη και περιμένει. .. Θέλει και...  Τώρα περιμένει τον Ιταλό. Ο Ιταλός βάζει το χέρι από κάτω. Το βάζει. Αυτή αναστενάζει. Ανώμαλη. Θα τις πιάσω τις μύγες. Συνεχίζουνε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Τη δαγκώνει στο λαιμό. Οι μύγες πετάνε. Οι μύγες βουίζουνε. Το κεφάλι μου βουίζει. Αυτοί βογκάνε. Πετάω ένα παπούτσι. Το παπούτσι πέφτει πριν φτάσει. Πετάω ένα περιοδικό. Πετάω κι άλλο περιοδικό. Οι μύγες φεύγουνε και πάνε αλλού. Τις κυνηγάω σ’ όλο το δωμάτιο.  Φωνάζω. Οι μύγες γελάνε. Αυτοί συνεχίζουνε. Τώρα είναι κολλημένοι. Αντίχριστοι. Τις μύγες θα τις γραπώσω και θα τις φάω ζωντανές. Θα τους βγάλω τα μάτια με το τρυπητήρι. Θα τους κόψω τα φτερά με το νυχοκόπτη. Τα πόδια με το ψαλίδι. Θα τις τρυπήσω με βελόνες. Θα τις πασπαλίσω με αλάτι και θα τις βάλλω στο γκρίλ.  Είναι μικροκυμάτων. Έχω κι αποχυμωτή Μουλινέξ. Οι άλλοι βογκάνε. «Κι άλλο» του λέει αυτή. «Κι άλλο». Γύναιο. Αυτή δεν με παίρνει τηλέφωνο. Κάνει ότι δεν ξέρει ποιος είμαι. Εγώ ξέρω. Είμαι το Μαύρο Γεράκι και θα κυνηγήσω τις μύγες κι αυτούς τους δύο μέχρι την καυτή έρημο του Νιου Μέξικο κι όταν τους τσακώσω στο Γκραν Κάνυον, θα τους κάνω τον κώλο τρύπιο δολάριο και το κεφάλι ματωμένη κοιλάδα.

Άνοιξη  1996