Σχετικά άρθρα
Ο ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ ΤΟΥ ΣΠΟΚΕΙΝ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τρίτη, 27 Μάρτιος 2012 09:31 |
Ο κουλοχέρης του Σποκέιν (A Behanding in Spokane) Μάρτιν ΜακΝτόνα (Martin McDonagh)
Ο Καρμάικλ είναι ο κουλοχέρης που ψάχνει εδώ και τριάντα-δύο χρόνια ανάμεσα σε εμπόρους που διακινούν πτώματα, να βρει το κομμένο αριστερό χέρι του. Ή μήπως δεν το ψάχνει καθόλου; Μήπως αυτό που ψάχνει έχει να κάνει με την μισότρελη, αδιάφορη μάνα του και την χαμένη παιδική ηλικία του; Διηγείται μια ανυπόστατη ιστορία για μεθυσμένους γελαδάρηδες που έβαλαν το χέρι του στις γραμμές του τραίνου για να του το κόψει και μετά τον χαιρέταγαν φεύγοντας μ’ αυτό το κομμένο του χέρι. Είναι μια εικόνα που ο ίδιος έχει δημιουργήσει και που φαίνεται να θεωρεί πως ενισχύει την προσωπική του μυθολογία. Ή απλά το αντικατόπτρισμα του ευνουχισμένου του ψυχισμού. Το αριστερό κομμένο χέρι είχε τατουάζ που έγραφε πάνω μίσος ενώ στο εναπομείναν δεξί υπάρχει αντιστοίχως η λέξη αγάπη. Το χέρι βέβαια είναι άχρηστο για τον ήρωα, το θέλει μόνο και μόνο επειδή του ανήκει. Του ανήκει το μίσος τόσο όσο κι η αγάπη αλλιώς δεν θα νοιώσει ποτέ ολόκληρος. Αν ο θεατής επιχειρήσει να ερμηνεύσει τα «τεκταινόμενα» από τα «λεγόμενα» του θα βρεθεί μπροστά σε αντιφάσεις αλλά αν ξεφύγει από αυτή την παγίδα θα ανακαλύψει τις αληθινές αρετές αυτής της «φέτας ζωής» που αποκαλύπτει που καθορίζει την ρεαλιστική και μεταφυσική ταυτόχρονα δραματουργία του Μακντόνα καθώς και το αυθεντικό υλικό των απρόβλεπτων, παλαβών ηρώων του. Σκεφτείτε μόνο πόσες φορές, όλοι μας, δεν παραποιήσαμε την αλήθεια για να ενισχύσουμε την προσωπική μας γοητεία, για να δημιουργήσουμε σασπένς, για να αναδείξουμε τον εαυτό μας μέσα από τις υποτιθέμενες αντιδράσεις μας ακόμα και για να πιστέψουμε μέσα από το ψέμα μας πως κάτι συγκλονιστικό μας έχει συμβεί. Είναι τόσο βαθιά ανθρώπινο που εν τέλει δικαιώνει τον ταλαίπωρο και εμφανώς διαταραγμένο ψυχικά, κουλοχέρη ο οποίος έχει στήσει ένα παραμύθι για το κομμένο χέρι του και κυκλοφορεί με μια βαλίτσα γεμάτη από κάθε λογής κομμένα χέρια, ακόμα και παιδιών, μια φρικιαστική συλλογή «απωλειών» για τις οποίες δεν δίνεται καμία εξήγηση εκτός ίσως από εκείνην που αφορά συμβολικά πάντα, τις διαψευσμένες απόπειρες του ήρωα για την επανάκτηση του απωλεσθέντος του χεριού κι από μια υπόμνηση της κοινής με αυτήν του ήρωα, τραυματικής εμπειρίας ακρωτηριασμού των κατόχων τους. Ο άντρας αυτός εύκολα τείνει το περίστροφο και σίγουρα ξέρει να το χειρίζεται καλά αλλά δεν φαίνεται να είναι και τόσο εξοικειωμένος με την πράξη του φόνου αφού σε καμία περίπτωση δεν έχει πατήσει την σκανδάλη. Η ιστορία για την βάρβαρη εξόντωση των γελαδάρηδων που του κόψανε το χέρι δεν μοιάζει ιδιαίτερα πειστική. Ακόμα και το κόλπο με την βενζίνη και το σπίρτο που χρησιμοποιεί για να τρομοκρατήσει τους μικροαπατεώνες που θέλουν να τον παγιδέψουν, δεν αποσκοπεί στην εξόντωσή τους αφού επιστρέφει εγκαίρως για να τους σώσει. Ή μήπως εν τέλει για να τους αποτελειώσει; Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς και τη βαλίτσα του με τα κομμένα χέρια… Ο Μάρβιν είναι ένας άντρας του οποίου την ηλικία ο συγγραφέας δεν προσδιορίζει. Είναι παγιδευμένος στη ζωή του, στη μοναξιά του και στο αλαζονικό του παραλήρημα. Έχει αναλάβει όλες σχεδόν τις δουλειές του ξενοδοχείου σε «αναγκαστική εργασία» αντί φυλακής, λόγω κατανάλωσης κόκας. Δεν θέλει να είναι ρεσεψιονίστ, δεν θέλει να είναι κι ένα μεθυσμένο ρεμάλι που περιφέρεται από καταγώγιο σε καταγώγιο. Κάποτε είχε αγαπήσει μια μαϊμού και φαντάζεται πως εκείνη θα ήθελε επίσης κάτι άλλο, θα ήθελε να μην βρίσκεται σε ένα κλουβί αλλά στην αγαπημένη της ζούγκλα. Ίσως γι’ αυτό και την αγάπησε. Ο ίδιος πάντως θα ήθελε να είναι ήρωας, να κάνει μια ηρωική πράξη, να βρει το θάρρος να παλέψει για κάτι σπουδαίο την κρίσιμη στιγμή που όλοι λιποψυχούν. Δεν τον νοιάζει και πολύ αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η κρίσιμη στιγμή που ποτέ δεν έρχεται για να του δώσει την ευκαιρία να αποδείξει πως είναι φτιαγμένος από την πάστα του ήρωα. Ο Τόμπυ είναι ένας 27χρονος μαύρος που σκέφτεται διαρκώς μικροκομπίνες για να βγάλει χρήματα. Είναι πονηρός, είναι ψεύτης, δεν το εμπιστεύεσαι για τίποτα αλλά δεν θα ήταν ικανός να προξενήσει και μεγάλες ζημιές. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβιώσει αλλά ταυτόχρονα κάνει ότι μπορεί επίσης και για να μπλέξει. Είναι χαζός και κλαψιάρης, τσιγκούνης και χέστης. Δεμένος με χειροπέδες στο καλοριφέρ προσπαθεί με κάθε τρόπο να ελευθερωθεί ενώ δίπλα του βρίσκεται ένα τηλέφωνο το οποίο ούτε καν σκέφτεται να χρησιμοποιήσει. Από ζήλεια ή ανασφάλεια αποκαλύπτει όλα τα χαρτιά στο παιχνίδι γοητείας που στήνει η φίλη του για να τους ξελασπώσει λες κι η δική της επιτυχία δεν θα έσωζε και το δικό του τομάρι… Μοιάζει πιο πολύ με καρτούν παρά με κανονικό ανθρώπινο ον αν κι απαιτεί να του συμπεριφέρονται σαν να είναι ανθρώπινο ον γιατί θεωρεί πως δίνει την εικόνα ενός ανθρώπινου όντος. Κι ωστόσο διαθέτει κάποιο απόθεμα συμπόνιας για την δύστυχη μάνα του κουλοχέρη που έχει πέσει από τη σκάλα κι ίσως λίγη ξεχασμένη τρυφερότητα για την δύστυχη Μέριλυν. Η Μέριλυν, η 22χρονη γκόμενα του Τόμπυ, μια ξανθιά, ανώριμη αλλά και πολίτικαλ κορέκτ κοπέλα, ακολουθεί ευπειθώς τον Τόμπυ στα δύσβατα παράνομα μονοπάτια του. Τον αγαπάει αλλά και τον υποπτεύεται. Θα ήθελε να την αγαπάει κι εκείνος αλλά μερικές φορές είναι ολοφάνερο πως την χρησιμοποιεί. Θα ήθελε να ζει σε μια ευνομούμενη κοινωνία αλλά έχει προσαρμοστεί στις συνθήκες της κολασμένης επαρχιακής πόλης που της έλαχε και κάνει ότι μπορεί για να απολαύσει τα λίγα που έχει να της προσφέρει. Είναι κάπως πιο εύστροφη, ξέρει την δύναμη της θηλυκότητάς της αλλά εμπλέκεται κι αυτή σε παιχνίδια ανασφάλειας, η ευπιστία της είναι προκλητική κι ωστόσο πηγάζει όχι τόσο από περιορισμένη ευφυΐα όσο από την ανάγκη της να ακουμπήσει σε κάτι λιγότερο σαθρό, να μην βρεθεί ξανά και ξανά σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η ιστορία τώρα αφορά την πιο πρόσφατη περιπέτεια του κουλοχέρη στην μακρά πορεία προς αναζήτηση του χεριού του κι αρχίζει όταν καταφθάνει στην μικρή πόλη Τάρλινγκτον όπου ο Τόμπυ κι η Μέριλυν προσπαθούν να του πουλήσουν ένα χέρι που έχουν κλέψει από το μουσείο φυσικής ιστορίας. Το τραγικό είναι πως το χέρι αυτό ανήκει σ’ έναν ιθαγενή και είναι κατάμαυρο. Ο δε κουλοχέρης είναι και φανατικός ρατσιστής, πιστός στην οικογενειακή του παράδοση. Ωστόσο τους δίνει μια δεύτερη ευκαιρία κρατώντας τους όμηρους μέσα στο δωμάτιο και πηγαίνοντας ο ίδιος να αναζητήσει ένα ακόμα χέρι που ισχυρίζονται πως είναι το σωστό αλλά είναι και ολοφάνερο πως δεν το έχουν. Ο Μάρβιν τους ανακαλύπτει αλλά δεν είναι και τόσο πρόθυμος να τους σώσει. Κι όταν ο ψυχάκιας κουλοχέρης επιστρέφει έξαλλος η κατάσταση γίνεται εκρηκτική ενώ τα ξεκαρδιστικά περιστατικά ακολουθούν το ένα το άλλο κι οι διάλογοι περνάνε από το παράλογο στην απόλυτη φάρσα παίζοντας με την λογική, τα συναισθήματα και τις ανισορροπίες όλων συμπεριλαμβανομένης και της μητέρας του Καρμάικλ που επιχειρώντας να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με το γιο της, καταλήγει να συναλλάσσεται με τον Τόμπυ. Η συνέχεια κι η μικρή ανατροπή του φινάλε ολοκληρώνουν την παράνοια αλλά και αποκαλύπτουν ταυτόχρονα σε βάθος όλο το μέγεθος της μοναξιάς, της απελπισίας και της απόγνωσης των τεσσάρων ηρώων. Η παράσταση Ο νεαρός σκηνοθέτης ο οποίος υπογράφει επίσης και την μετάφραση του έργου, έστησε μια καλοκουρδισμένη παράσταση με έμφαση στα κωμικά στοιχεία, ατμοσφαιρικές αντιπαραθέσεις, έξυπνες ανατροπές κατά το πνεύμα του έργου και γοργούς ρυθμούς που ανέδειξαν τους δυναμικούς, ρεαλιστικούς διαλόγους αλλά και τους εξομολογητικούς μονολόγους των ιδιόρρυθμων ηρώων. Η Μυρτώ Αλικάκη, ο Σταύρος Καλλιγάς κι ο Γεράσιμος Σκαφίδας ακολούθησαν μια κοινή υποκριτική γραμμή τονίζοντας τα ιδιαίτερα στοιχεία των ξεκαρδιστικών ηρώων κι αξιοποιώντας τις κωμικές τους εκρήξεις. Ο Ερρίκος Λίτσης υποδύθηκε τον κουλοχέρη μέσα από μια διαφορετική διάσταση, αφαιρώντας από το ρόλο τις περισσότερες σουρεαλιστικές και φαρσικές ερμηνευτικές εκφάνσεις και προσδίδοντας του μια πιο δραματική υφή σε μια συγκρατημένη ερμηνεία που χωρίς να είναι αδιάφορη έμοιαζε κάπως ξεκομμένη από το γενικό πνεύμα. Ωστόσο το σύνολο είναι σφιχτοδεμένο, οι φωτισμοί επιτείνουν το σασπένς, οι αυξομειώσεις των τόνων και των αντιπαραθέσεων κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή κι η απολαυστική αυτή παράσταση έχει κατακτημένη επιπλέον και υποκριτικά και σκηνοθετικά μια θαυμάσια ισορροπία στην κόψη της διαρκούς εναλλαγής κωμικών εξωτερικών εντάσεων και οδυνηρών ενδοσκοπήσεων. Martin McDonagh: Ο Ιρλανδός φαρσέρ που ανέδειξε τις ιδιόρρυθμες ψυχοσυστάσεις και τις παράδοξες ιστορίες των ανθρώπων μιας κοινωνίας τόσο ξένης όσο και οικείας σε όλους μας. Το έργο γράφτηκε το 2010 κι έκανε την περασμένη σεζόν τεράστια επιτυχία στο BROADWAY της Νέας Υόρκης με πρωταγωνιστή τον βραβευμένο με ΟΣΚΑΡ Κρίστοφερ Γουόκεν που ήταν επίσης υποψήφιος για το βραβείο Tony Α΄Ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στην παράσταση. Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα είναι ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας και συχνά ανεβαίνουν έργα του τα οποία απολαμβάνουν μιας ιδιαίτερης εμπορικής και καλλιτεχνικής επιτυχίας. Ειδικά φέτος παίχτηκαν τρία έργα του σε ελληνικές σκηνές. Ο επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης κινηματογράφου ιρλανδικής καταγωγής που δεν ολοκλήρωσε καν την μέση εκπαίδευση, θεωρείται ως ένα από τα πιο πολύπλευρα ταλέντα της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ τα πολυβραβευμένα θεατρικά του κάνουν μεγάλη επιτυχία τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στο εξωτερικό.
Ερρίκος Λίτσης Σταύρος Καλλιγάς Γεράσιμος Σκαφίδας. Ελευσινίων 15 Μεταξουργείο Τηλέφωνο: 2105201684
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Τρίτη, 27 Μάρτιος 2012 09:40 |