Σχετικά άρθρα
ΤΙΤΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τετάρτη, 02 Ιούνιος 2010 18:57 |
Τίτος Ανδρόνικος του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Το έργο Το αιματοβαμμένο θρίλερ των νεανικών χρόνων του Σαίξπηρ δεν είναι απλά μια ιστορία εκδίκησης ανάμεσα σε φορείς εξουσιών. Είναι ένα πολύπλευρο δράμα που θίγει όχι μόνο την μοιραιότητα των συμβάντων αλλά και τις πολλαπλές εκφάνσεις των πολιτικών πράξεων και την βαθύτερη φύση του ανθρωπίνου όντος αντιμέτωπου άλλοτε με τις τραγικές συνέπειες της ύβρης του κι άλλοτε με ισχυρές δυνάμεις που αδυνατεί να διευθετήσει. Ο στρατηγός Τίτος Ανδρόνικος επιστρέφει στη Ρώμη νικητής. Μαζί του σέρνει αιχμαλώτους την βασίλισσα των αντιπάλων του Γότθων την Ταμόρα και τους τρεις γιους της. Μαζί του επίσης φέρνει και τα νεκρά κορμιά των Ρωμαίων που σκοτώθηκαν στις μάχες κι ανάμεσά τους κι εκείνα των γιων του. Το αίμα που χύθηκε ζητάει αίμα κι έτσι αποφασίζει να θυσιάσει έναν από τους γιους της Ταμόρα. Ίσως στην πράξη του αυτή θα μπορούσε να ανιχνευτεί η ύβρις η οποία θα προκαλέσει μια σειρά από αναπότρεπτα αιματηρά συμβάντα. Διότι ο αιχμάλωτος δεν έχει την δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, είναι ένα σφάγιο κι όχι ένας ένοπλος αντίπαλος, δεν θα σκοτωθεί στη μάχη από έναν ανώτερό του πολεμιστή αλλά θα εξοντωθεί θυσιαζόμενος με δεμένα τα χέρια και τα πόδια. Όμως ταυτόχρονα η «θυσία» μπορεί να είναι αναπόφευκτη αφού ένας ηγέτης οφείλει να ικανοποιεί το κοινό αίσθημα, προσφέροντας στο λαό «θυσία» αντί της δικής του «θυσίας», όπως ακριβώς σε καιρούς κρίσεων ανακαλύπτονται αίφνης και «θυσιάζονται» όλοι εκείνοι που στις εποχές της ευμάρειας, παρανομούσαν ανενόχλητοι. Η κόρη του στρατηγού, η Λαβίνια, παρθενική κι ανέγγιχτη, είναι ερωτευμένη κι αρραβωνιασμένη με τον πολιτικό αντίπαλο του μέλλοντος αυτοκράτορα, του φιλόδοξου, γλοιώδους, διεστραμμένου και κομπλεξικού Σατουρνίνου. Όταν ο Τίτος αρνείται το θρόνο και τον παραχωρεί στον νεαρό, εκείνος θεωρεί υποχρέωσή του να παντρευτεί την κόρη του και να την κάνει αυτοκράτειρα. Μια κίνηση αβροφροσύνης που αντιστρέφεται καθώς η Λαβίνια διεκδικείται επιτυχώς από τον νόμιμο αρραβωνιαστικό της, με την βοήθεια μάλιστα και των γιων του Τίτου. Στην συμπλοκή που ακολουθεί, ο πάντα αφοσιωμένος στο θρόνο, αξιωματικός, σκοτώνει τον έναν από τους γιους του αλλά δεν καταφέρνει εν τούτοις να διατηρήσει την εύνοια του εγωκεντρικού Σατουρνίνου, ο οποίος οργίζεται και αντιπαρέρχεται της προσβολής, προσφέροντας τον γαμήλιο θρόνο στην Ταμόρα, που τον έλκει ακατανίκητα παρά το ώριμο της ηλικίας της και την βαρβαρική της καταγωγή. Έτσι η ορκισμένη εχθρός του Τίτου κι οι δύο ημιπαράφρονες γιοι της καθώς κι ο μαύρος ακόλουθος της συμβουλάτορας και κρυφός εραστής της, μπαίνουν στο παλάτι για να εξυφάνουν με όλη τους την άνεση τις απαραίτητες συνομωσίες, ώστε να πλήξουν τον Τίτο και την οικογένειά του. Χωρίς να διαθέτουν ηθικές αξίες ανάλογες των πολιτών της Ρωμαϊκής αφρόκρεμας αλλά με την δικαιολογία της οδύνης για τη θυσία του γιου και αδελφού τους, οι Γότθοι θα παρασύρουν στην παγίδα τους την άτυχη Λαβίνια και θα της στερήσουν την τιμή, τα χέρια και τη γλώσσα. Η αλαζονική αγνότητα του κοριτσιού τσακίζεται κι οι γιοι του Τίτου φυλακίζονται και εκτελούνται μετά από μία ακόμα ύπουλη συνομωσία. Οι νοσηρές σχέσεις οργής και εκδίκησης ξεδιπλώνονται τώρα ανεξέλεγκτα καθώς ο απελπισμένος πατέρας οδηγείται στην παράνοια και σκοτώνει τους γιους της Ταμόρα για να τους μαγειρέψει και να τους σερβίρει στην μητέρα τους και τον αυτοκράτορα, στο αιματόβρεχτο δείπνο που οργανώνει δήθεν για να επιτύχει συμφιλίωση. Απ’ αυτό το δείπνο δεν θα επιβιώσει σχεδόν κανείς, καθώς ο παράφρων πλέον στρατηγός σκοτώνει και την κόρη του και τον αυτοκράτορα και την Ταμόρα και στη συνέχεια αυτοκτονεί. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως κι ο διεστραμμένος αυτοκράτορας κι η αδίστακτη Ταμόρα δεν μπορούν ούτε να διανοηθούν τα άκρα στα οποία θα φτάσει ο ηθικός Τίτος Ανδρόνικος προκειμένου να δώσει τέλος στο δράμα το δικό του αλλά και των εχθρών του. Όμως δεν είναι ούτε η δίψα για εξουσία που σπρώχνει τους βασικούς ήρωες στις ακραίες πράξεις τους, όπως εύκολα θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει, ούτε το σκοτεινό τους ταπεραμέντο, ούτε καν οι ψυχωσικές τους καταβολές. Είναι οι πράξεις όλων τους, πράξεις απελπισμένων όντων που έχουν απολέσει μέσα από τον πόλεμο αρχικά κι απ’ τις συνέπειές του αργότερα, ότι πολυτιμότερο κατείχαν, ζωές αγαπημένων, αξιοπρέπεια, τιμή, ευτυχία. Οι Γότθοι βρίσκονται πρόσφυγες σε χώρα εχθρική, ο μαύρος ακόλουθος έχει περιφρονηθεί βαθιά για το χρώμα του δέρματός του, ο Τίτος είδε την αγαπημένη του Ρώμη να τον εξευτελίζει και να τον αδικεί κατάφορα ενώ αυτός θυσίασε τα πάντα για την δική της ευμάρεια. Ο αυτοκράτωρ Σατουρνίνος δε, το πιο σκοτεινό πρόσωπο της ιστορίας κι ο μόνος χωρίς άλλοθι και με όντως αξεδίψαστη επιθυμία για το θρόνο είναι και ο μόνος ο οποίος δεν θα προέβαινε σε καμία φονική πράξη αν δεν εμπλέκονταν στα σκοτεινά σχέδια της Ταμόρα και δεν επηρεάζονταν με οιδιπόδεια ισχύ απ’ αυτήν. Παγιδευμένοι πιο πολύ στη φύση την ανθρώπινη και στις αδυναμίες της παρά στα γρανάζια της εξουσίας τους είναι οι ήρωες του «Τίτου Ανδρόνικου», γι’ αυτό ίσως και τόσο ανατριχιαστικά αληθινοί, τόσο βαθιά οικείοι μας. Η επί της ουσίας πρόκληση στο έργο αυτό δεν είναι ούτε τα βασανιστήρια, ούτε οι αποτρόπαιοι φόνοι, ούτε οι σεξουαλικές παρεκτροπές, ούτε το ανθρωποφαγικό δείπνο. Είναι η κρίση αξιών που διαχρονικά ταλανίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες και που ξεκινάει από την θανάτωση ενός ανυπεράσπιστου αιχμαλώτου για να καταλήξει στην παραβίαση κάθε ηθικού κανόνα ο οποίος θα μπορούσε να διευθετήσει δικαιότερα κι ευμενέστερα τις ταραγμένες σχέσεις των αδίστακτων αντιπάλων. Γι’ αυτό θα πρέπει κανείς να επικεντρώσει σε σκηνές όπως ο σπαραγμός της Ταμόρα όταν της σκοτώνουν τον γιο, οι στιγμές παράνοιας του Τίτου όταν χάνει σχεδόν όλα του τα παιδιά και βλέπει κατεστραμμένη την αγαπημένη του θυγατέρα, ο μονόλογος του μαύρου όταν φυλακίζεται και τιμωρείται, η αγωνία της Λαβίνιας να αποκαλύψει τους βασανιστές της, χωρίς γλώσσα και χέρια. Σκηνές-κλειδιά όσον αφορά την ουσία του έργου αλλά και την διαχρονική του ποιότητα. Η παράσταση Συνηθίζεται να ανεβαίνει αυτή η τραγωδία του Σαίξπηρ με πρωτοποριακό τρόπο ίσως λόγω της τολμηρότητας των βίαιων σκηνών της και της έντονης δυναμικής των αντιπαραθέσεων. Όμως υπάρχει στο έργο ένας κωδικός ο οποίος αν παραβιαστεί, εξασθενίζει και την δραματουργική του αξία και την επί της ουσίας διαχρονική του υπόσταση. Και αφορά την καθαρότητα και το βάθος των χαρακτήρων, οι οποίοι αναδεικνύονται μέσα από την αξιοποίηση των διαλόγων και των μονολόγων τους. Ένα ανέβασμα που εξαφανίζει τις αποχρώσεις αυτών των χαρακτήρων και ισοπεδώνει τις ερμηνείες επιχειρώντας να συμβολοποιήσει τους ρόλους, είναι μοιραίο να καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία. Αντισυμβατικό δεν είναι το να εμφανίζεις τους ηθοποιούς σου στη σκηνή παράδοξα ντυμένους, φορτωμένους με σύμβολα και κινησιολογικά τερτίπια ενώ ταυτόχρονα τους υποχρεώνεις σε μια εκφορά «λόγου» που ισοπεδώνει το «λόγο». Αντισυμβατικό είναι να ανακαλύψεις την ίδια τη φύση του κειμένου και να αξιοποιήσεις με σεμνότητα απέναντι στην εξαιρετική του ποιότητα, την δική του ανατρεπτική ισχύ και την εγγενή του τολμηρή στάση απέναντι στην σύμβαση. Όσο για την εστίαση «στο θέμα της αναπαράστασης της βίας ως διασκέδαση και αισθητικό γεγονός» που αντιγράφω από το ασύνταχτο κείμενο του δελτίου τύπου και πάλι θα πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους διαλέχτηκε αυτό το έργο ώστε να την υπηρετήσει. Η αναπαράσταση της βίας γίνεται διασκεδαστική κι ίσως καταλήγει αισθητικό γεγονός μόνο στην περίπτωση που η ίδια η βία ενός έργου αποτελεί το κέντρο βάρους του και δεν επεκτείνεται σε περαιτέρω προεκτάσεις. Η βία στον Τίτο Ανδρόνικο είναι μόνο το πρόσχημα. Και δεν εστιάζει κανείς στο πρόσχημα αν θέλει να επιτύχει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Το κάνει μόνο όταν θέλει να εντυπωσιάσει. Δυστυχώς στην παράσταση αυτή ούτε ο εντυπωσιασμός απέδωσε ούτε ο δυναμικός χειρισμός των επί μέρους σκηνών. Στο μισοάδειο θέατρο οι μισοί κοιμήθηκαν του καλού καιρού στις αναπαυτικές βελούδινες πολυθρόνες τους κι οι άλλοι μισοί καταγίνονταν στο να τρώνε τα νύχια τους και να κοιτάνε τα ρολόγια τους. Η παράσταση δεν παίζεται πια, οπότε τα όσα έγραψα δεν θα βλάψουν εμπορικά τους συντελεστές της οι οποίοι έχουν αποδείξει σε προηγούμενες δουλειές τους και την καλλιτεχνική τους αξία αλλά και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις των μεγάλων έργων της διεθνούς δραματουργίας με επάρκεια και ποιότητα.
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας Σκηνοθεσία-Κοστούμια: Άντζελα Μπρούσκου Μουσική: Απόλλων Ρέτσος Σκηνικά: Γκάυ Στεφάνου Κίνηση: Ηλίας Χατζηγεωργίου Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος Δραματολόγος παράστασης: Βιβή Σπαθούλα Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Παπαδοπούλου
Παίζουν: Σατουρνίνος Κώστας Βασαρδάνης Μπασιάνος/Πούμπλιος/Αγγελιοφόρος/Γότθος/Τριβούνιος Δημήτρης Αγαρτζίδης Τίτος Ανδρόνικος Μηνάς Χατζησάβας Μάρκος Ανδρόνικος Θέμης Πάνου Λούκιος/Μικρός Λούκιος Ιπποκράτης Δελβερούδης Κουίντος/Σεμπρόνιος/Βαλεντίνος/Τροφός/Γότθος Παναγιώτης Κατσώλης Μάρτιος/Μούτιος/Αιμίλιος/Χωριάτης Παναγιώτης Λάρκου Λαβίνια Παρθενόπη Μπουζούρη Ταμόρα Μαρία Κεχαγιόγλου Αλάρμπος/Δημήτριος Πέτρος Μάλαμας Χίρων Ηλίας Κουνέλας Ααρών/Τριβούνιος Κώστας Φαλελάκης
ΘΕΑΤΡΟ REX - ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ»
Οι παραστάσεις έχουν ολοκληρωθεί
|